- θεραπευτής
- ο, θηλ. θεραπεύτρια (AM θεραπευτής, θηλ. θεραπεύτρια) [θεραπεύω]αυτός που περιποιείται, που θεραπεύει ασθενείςνεοελλ.αυτός που θεραπεύει ασθενείς χωρίς φάρμακα ή ιατρικά όργανα αλλά με υποβολή ή ξόρκιααρχ.1. αυτός που λατρεύει τους θεούς ή τον θεό («θεραπευτὴς ὁσίων τε καὶ ἱερῶν», Πλάτ.)2. αυτός που υπηρετεί άνδρα με υψηλό αξίωμα («τοῖς ἀμφὶ τόν πάππον θεραπευταῖς», Ξεν.)3. αυτός που φροντίζει με επιμέλεια για κάτι («θεραπευτήν εἴναι τοῡ σώματος», Πλάτ.)4. φρ. «θεραπευταὶ ὁσιότητος» — οι οπαδοί τού Μωυσή5. στον πληθ. οί θεραπευταία) οι λάτρεις τού Σαράπιδος ή τής Ίσιδοςβ) ως κύριο όν. τίτλος έργου τού Διφίλου.
Dictionary of Greek. 2013.